Translation meaning & definition of the word "psychopath" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχοπαθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychopath
[Ψυχοπαθής]/saɪkoʊpæθ/
noun
1. Someone with a sociopathic personality
- A person with an antisocial personality disorder (`psychopath' was once widely used but has now been superseded by `sociopath')
- synonym:
- sociopath ,
- psychopath
1. Κάποιος με κοινωνιοπαθή προσωπικότητα
- Ένα άτομο με αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας (`ψυχοπαθής χρησιμοποιήθηκε κάποτε ευρέως, αλλά τώρα έχει αντικατασταθεί από
- συνώνυμο:
- κοινωνιοπαθής ,
- ψυχοπαθής
Examples of using
But your ex is a psychopath!
Ο πρώην σου είναι ψυχοπαθής!