Translation meaning & definition of the word "psychologically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχολογικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychologically
[Ψυχολογικά]/saɪkəlɑʤɪkli/
adverb
1. With regard to psychology
- "War that caught them in its toils either psychologically or physically"
- "The event was very damaging to the child psychologically"
- synonym:
- psychologically
1. Όσον αφορά την ψυχολογία
- "Ο πόλεμος που τους έπιασε στις δουλειές του είτε ψυχολογικά είτε σωματικά"
- "Το γεγονός ήταν πολύ επιζήμιο για το παιδί ψυχολογικά"
- συνώνυμο:
- ψυχολογικά
2. In terms of psychology
- "Classify poetry psychologically"
- synonym:
- psychologically
2. Όσον αφορά την ψυχολογία
- "Ταξινομήστε την ποίηση ψυχολογικά"
- συνώνυμο:
- ψυχολογικά
Examples of using
It is psychologically difficult for her to say no.
Είναι ψυχολογικά δύσκολο να πει όχι.