Translation meaning & definition of the word "psychic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychic
[Ψυχική]/saɪkɪk/
noun
1. A person apparently sensitive to things beyond the natural range of perception
- synonym:
- psychic
1. Ένα άτομο προφανώς ευαίσθητο σε πράγματα πέρα από το φυσικό εύρος της αντίληψης
- συνώνυμο:
- ψυχικός
adjective
1. Affecting or influenced by the human mind
- "Psychic energy"
- "Psychic trauma"
- synonym:
- psychic ,
- psychical
1. Επηρεάζει ή επηρεάζεται από το ανθρώπινο μυαλό
- "Ψυχική ενέργεια"
- "Ψυχικό τραύμα"
- συνώνυμο:
- ψυχικός ,
- ψυχοσ
2. Outside the sphere of physical science
- "Psychic phenomena"
- synonym:
- psychic ,
- psychical
2. Έξω από τη σφαίρα της φυσικής επιστήμης
- "Ψυχικά φαινόμενα"
- συνώνυμο:
- ψυχικός ,
- ψυχοσ