Translation meaning & definition of the word "psychiatry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχιατρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychiatry
[Ψυχιατρική]/saɪkaɪətri/
noun
1. The branch of medicine dealing with the diagnosis and treatment of mental disorders
- synonym:
- psychiatry ,
- psychopathology ,
- psychological medicine
1. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση και τη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών
- συνώνυμο:
- ψυχιατρική ,
- ψυχοπαθολογία ,
- ψυχολογική ιατρική
Examples of using
Maria works in the field of psychiatry.
Η Μαρία εργάζεται στον τομέα της ψυχιατρικής.