Translation meaning & definition of the word "psychiatrist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχίατρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychiatrist
[Ψυχίατρος]/səkaɪətrəst/
noun
1. A physician who specializes in psychiatry
- synonym:
- psychiatrist ,
- head-shrinker ,
- shrink
1. Ένας γιατρός που ειδικεύεται στην ψυχιατρική
- συνώνυμο:
- ψυχίατρος ,
- συρρικνωτής ,
- συρρικνώνομαι
Examples of using
Tom is a psychiatrist.
Ο Τομ είναι ψυχίατρος.
The psychiatrist nodded, saying.....
Ο ψυχίατρος κούνησε, λέγοντας.....