Translation meaning & definition of the word "psychiatric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχιατρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychiatric
[Ψυχιατρική]/saɪkiætrɪk/
adjective
1. Relating to or used in or engaged in the practice of psychiatry
- "Psychiatric disorder"
- "Psychiatric hospital"
- synonym:
- psychiatric ,
- psychiatrical
1. Σχετικά με ή χρησιμοποιούνται ή ασχολούνται με την πρακτική της ψυχιατρικής
- "Ψυχιατρική διαταραχή"
- "Ψυχιατρικό νοσοκομείο"
- συνώνυμο:
- ψυχιατρική
Examples of using
In South Korea, the most powerful member of a family, usually the oldest living male, has the power to send members of his family to a psychiatric hospital as he sees fit.
Στη Νότια Κορέα, το πιο ισχυρό μέλος μιας οικογένειας, συνήθως ο γηραιότερος άνδρας, έχει τη δύναμη να στείλει μέλη της οικογένειάς του σε ψυχιατρικό.