Translation meaning & definition of the word "psyche" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψυχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psyche
[Ψυχή]/saɪki/
noun
1. That which is responsible for one's thoughts and feelings
- The seat of the faculty of reason
- "His mind wandered"
- "I couldn't get his words out of my head"
- synonym:
- mind ,
- head ,
- brain ,
- psyche ,
- nous
1. Αυτό που είναι υπεύθυνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του
- Η έδρα της σχολής της λογικής
- "Το μυαλό του περιπλανήθηκε"
- "Δεν μπορούσα να βγάλω τα λόγια του από το μυαλό μου"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- κεφαλή ,
- εγκέφαλος ,
- ψυχή ,
- νου
2. The immaterial part of a person
- The actuating cause of an individual life
- synonym:
- soul ,
- psyche
2. Το άυλο μέρος ενός ατόμου
- Η ενεργοποιητική αιτία μιας ατομικής ζωής
- συνώνυμο:
- ψυχή
3. (greek mythology) a beautiful princess loved by cupid who visited her at night and told her she must not try to see him
- Became the personification of the soul
- synonym:
- Psyche
3. (ελληνική μυθολογία) μια όμορφη πριγκίπισσα που αγαπήθηκε από τον έρωτα που την επισκέφθηκε τη νύχτα και της είπε ότι δεν πρέπει
- Έγινε η προσωποποίηση της ψυχής
- συνώνυμο:
- Ψυχή