Translation meaning & definition of the word "prune" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κύριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prune
[Κλαυθμυρίζω]/prun/
noun
1. Dried plum
- synonym:
- prune
1. Αποξηραμένο δαμάσκηνο
- συνώνυμο:
- παναθηναϊκός
verb
1. Cultivate, tend, and cut back the growth of
- "Dress the plants in the garden"
- synonym:
- snip ,
- clip ,
- crop ,
- trim ,
- lop ,
- dress ,
- prune ,
- cut back
1. Καλλιεργήστε, τείνετε και περιορίστε την ανάπτυξη
- "Φόρεμα τα φυτά στον κήπο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- κλιπ ,
- καλλιέργεια ,
- τελειώματα ,
- λουξ ,
- φόρεμα ,
- παναθηναϊκός ,
- κόβω
2. Weed out unwanted or unnecessary things
- "We had to lose weight, so we cut the sugar from our diet"
- synonym:
- cut ,
- prune ,
- rationalize ,
- rationalise
2. Απομακρύνετε ανεπιθύμητα ή περιττά πράγματα
- "Έπρεπε να χάσουμε βάρος, οπότε κόψαμε τη ζάχαρη από τη διατροφή μας"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- παναθηναϊκός ,
- εξορθολογίσει