Translation meaning & definition of the word "prudent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωταρχικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prudent
[Συνετός]/prudənt/
adjective
1. Careful and sensible
- Marked by sound judgment
- "A prudent manager"
- "Prudent rulers"
- "Prudent hesitation"
- "More prudent to hide than to fight"
- synonym:
- prudent
1. Προσεκτικός και λογικός
- Χαρακτηρίζεται από ορθή κρίση
- "Συνετός διευθυντής"
- "Πρωταρχικοί ηγέτες"
- "Πρωταρχικός δισταγμός"
- "Πιο συνετό να κρύβεσαι παρά να πολεμάς"
- συνώνυμο:
- συνετός
Examples of using
We're prudent.
Είμαστε συνετοί.
A prudent bird chooses its tree. A wise servant chooses his master.
Ένα συνετό πουλί επιλέγει το δέντρο του. Ένας σοφός υπηρέτης επιλέγει τον κύριό του.
A miser hoards money not because he is prudent but because he is greedy.
Ένας παραπλανητής συσσωρεύει χρήματα όχι επειδή είναι συνετός, αλλά επειδή είναι άπληστος.