Translation meaning & definition of the word "prude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prude
[Περιπλανώμενοσ]/prud/
noun
1. A person excessively concerned about propriety and decorum
- synonym:
- prude ,
- puritan
1. Ένα άτομο ανησυχεί υπερβολικά για την ιδιοκτησία και το ντεκόρ
- συνώνυμο:
- αναλόγιο ,
- πουριτάν