Translation meaning & definition of the word "prowess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προδοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prowess
[Αναξιοπρέπεια]/praʊəs/
noun
1. A superior skill that you can learn by study and practice and observation
- "The art of conversation"
- "It's quite an art"
- synonym:
- art ,
- artistry ,
- prowess
1. Μια ανώτερη ικανότητα που μπορείτε να μάθετε με τη μελέτη, την πρακτική και την παρατήρηση
- "Η τέχνη της συνομιλίας"
- "Είναι αρκετά τέχνη"
- συνώνυμο:
- τέχνη ,
- καλλιτεχνία ,
- ανδρεία
Examples of using
His martial arts prowess has already reached a level of sublime perfection.
Η ικανότητά του στις πολεμικές τέχνες έχει ήδη φτάσει σε ένα επίπεδο υπέροχης τελειότητας.