Translation meaning & definition of the word "provocative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προκλητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Provocative
[Προληπτικόσ]/proʊvɑkətɪv/
adjective
1. Serving or tending to provoke, excite, or stimulate
- Stimulating discussion or exciting controversy
- "A provocative remark"
- "A provocative smile"
- "Provocative irish tunes which...compel the hearers to dance"- anthony trollope
- synonym:
- provocative
1. Υπηρεσία ή την τάση να προκαλούν, να διεγείρουν ή να τονώνουν
- Ενθάρρυνση συζήτησης ή συναρπαστική διαμάχη
- "Προκλητική παρατήρηση"
- "Προκλητικό χαμόγελο"
- "Προκλητικές ιρλανδικές μελωδίες που ανταγωνίζονται τους ακροατές να χορέψουν"- άντονι τρολόπε.
- συνώνυμο:
- προκλητικόσ
2. Exciting sexual desire
- "Her gestures and postures became more wanton and provocative"
- synonym:
- provocative
2. Συναρπαστική σεξουαλική επιθυμία
- "Οι χειρονομίες και οι στάσεις της έγιναν περισσότερο προκλητικές και αναζητητικές"
- συνώνυμο:
- προκλητικόσ
Examples of using
Mary presented a provocative thesis: "Slang is becoming the new English."
Η Μαρία παρουσίασε μια προκλητική διατριβή: "Η Σλανγκ γίνεται η νέα Αγγλική."