Translation meaning & definition of the word "provision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παροχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Provision
[Παροχή]/prəvɪʒən/
noun
1. A stipulated condition
- "He accepted subject to one provision"
- synonym:
- provision ,
- proviso
1. Μια καθορισμένη κατάσταση
- "Αποδέχτηκε υπό την προϋπόθεση μιας διάταξης"
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη ,
- προβίσιο
2. The activity of supplying or providing something
- synonym:
- provision ,
- supply ,
- supplying
2. Η δραστηριότητα της προμήθειας ή της παροχής κάτι
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη ,
- προμήθεια ,
- προμηθεύω
3. The cognitive process of thinking about what you will do in the event of something happening
- "His planning for retirement was hindered by several uncertainties"
- synonym:
- planning ,
- preparation ,
- provision
3. Η γνωστική διαδικασία της σκέψης για το τι θα κάνετε σε περίπτωση που συμβεί κάτι
- "Ο σχεδιασμός του για συνταξιοδότηση εμποδίστηκε από πολλές αβεβαιότητες"
- συνώνυμο:
- σχεδιασμός ,
- προετοιμασία ,
- πρόβλεψη
4. A store or supply of something (especially of food or clothing or arms)
- synonym:
- provision
4. Ένα κατάστημα ή προμήθεια κάτι (ειδικά των τροφίμων ή των ενδυμάτων ή των βραχιόνων)
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη
verb
1. Supply with provisions
- synonym:
- provision ,
- purvey
1. Προμήθεια με διατάξεις
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη ,
- πόρνευμα