Translation meaning & definition of the word "provincial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιβαλλοντική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Provincial
[Επαρχιακός]/prəvɪnʃəl/
noun
1. (roman catholic church) an official in charge of an ecclesiastical province acting under the superior general of a religious order
- "The general of the jesuits receives monthly reports from the provincials"
- synonym:
- provincial
1. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) αξιωματούχος εκκλησιαστικής επαρχίας που ενεργεί υπό τον ανώτερο στρατηγό της θρησκευτικής τάξης
- "Ο στρατηγός των ιησουιτών λαμβάνει μηνιαίες αναφορές από τους επαρχιακούς"
- συνώνυμο:
- επαρχιακός
2. A country person
- synonym:
- peasant ,
- provincial ,
- bucolic
2. Ένα άτομο χώρας
- συνώνυμο:
- χωρικός ,
- επαρχιακός ,
- βουκολικό
adjective
1. Of or associated with a province
- "Provincial government"
- synonym:
- provincial
1. Από ή συνδέεται με μια επαρχία
- "Περιφερειακή κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- επαρχιακός
2. Characteristic of the provinces or their people
- "Deeply provincial and conformist"
- "In that well-educated company i felt uncomfortably provincial"
- "Narrow provincial attitudes"
- synonym:
- provincial
2. Χαρακτηριστικό των επαρχιών ή των ανθρώπων τους
- "Βαθιά επαρχιακή και κομφορμιστική"
- "Σε αυτή την καλά εκπαιδευμένη εταιρεία ένιωσα άβολα επαρχιακή"
- "Στενές επαρχιακές στάσεις"
- συνώνυμο:
- επαρχιακός