Translation meaning & definition of the word "providence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόνοια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Providence
[Πρόνοια]/prɑvədəns/
noun
1. The capital and largest city of rhode island
- Located in northeastern rhode island on narragansett bay
- Site of brown university
- synonym:
- Providence ,
- capital of Rhode Island
1. Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του ρόουντ άιλαντ
- Βρίσκεται στο βορειοανατολικό ρόουντ άιλαντ στον κόλπο ναραγκάνσετ
- Ιστοσελίδα του πανεπιστημίου μπράουν
- συνώνυμο:
- Πρόνοια ,
- πρωτεύουσα του Ρόουντ Άιλαντ
2. The guardianship and control exercised by a deity
- "Divine providence"
- synonym:
- providence
2. Η κηδεμονία και ο έλεγχος που ασκείται από μια θεότητα
- "Θεϊκή πρόνοια"
- συνώνυμο:
- πρόνοια
3. A manifestation of god's foresightful care for his creatures
- synonym:
- providence
3. Μια εκδήλωση της διορατικής φροντίδας του θεού για τα πλάσματά του
- συνώνυμο:
- πρόνοια
4. The prudence and care exercised by someone in the management of resources
- synonym:
- providence
4. Τη σύνεση και τη φροντίδα που ασκεί κάποιος στη διαχείριση των πόρων
- συνώνυμο:
- πρόνοια