Translation meaning & definition of the word "proverb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παροιμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Proverb
[Παροιμία]/prɑvərb/
noun
1. A condensed but memorable saying embodying some important fact of experience that is taken as true by many people
- synonym:
- proverb ,
- adage ,
- saw ,
- byword
1. Ένα συμπυκνωμένο αλλά αξέχαστο ρητό που ενσωματώνει κάποιο σημαντικό γεγονός εμπειρίας που θεωρείται αληθινό από πολλούς
- συνώνυμο:
- παροιμία ,
- παραγγελία ,
- πριόνι ,
- λέξη
Examples of using
Do you have a similar proverb in French?
Έχετε μια παρόμοια παροιμία στα γαλλικά?
"A stitch in time saves nine" is a proverb.
"Μια βελονιά στο χρόνο σώζει εννέα" είναι μια παροιμία.
In Wales we have a proverb.
Στην Ουαλία έχουμε μια παροιμία.