Translation meaning & definition of the word "protracted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προστατευμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protracted
[Παρατεταμένος]/proʊtræktɪd/
adjective
1. Relatively long in duration
- Tediously protracted
- "A drawn-out argument"
- "An extended discussion"
- "A lengthy visit from her mother-in-law"
- "A prolonged and bitter struggle"
- "Protracted negotiations"
- synonym:
- drawn-out ,
- extended ,
- lengthy ,
- prolonged ,
- protracted
1. Σχετικά μεγάλη διάρκεια
- Κουραστικά παρατεταμένα
- "Ένα επιχείρημα εξαντλημένο"
- "Εκτεταμένη συζήτηση"
- "Μακρά επίσκεψη από την πεθερά της"
- "Ένας παρατεταμένος και πικρός αγώνας"
- "Παραμελημένες διαπραγματεύσεις"
- συνώνυμο:
- εξαντλημένοσ ,
- εκτεταμένοσ ,
- μακροσκελής ,
- παρατεταμένος ,
- παρατεταμένοσ