Translation meaning & definition of the word "protocol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτόκολλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protocol
[Πρωτόκολλο]/proʊtəkɑl/
noun
1. (computer science) rules determining the format and transmission of data
- synonym:
- protocol ,
- communications protocol
1. (επιστήμη υπολογιστών) κανόνες που καθορίζουν τη μορφή και τη μετάδοση των δεδομένων
- συνώνυμο:
- πρωτόκολλο ,
- πρωτόκολλο επικοινωνίας
2. Forms of ceremony and etiquette observed by diplomats and heads of state
- synonym:
- protocol
2. Μορφές τελετής και εθιμοτυπίας που παρατηρούνται από διπλωμάτες και αρχηγούς κρατών
- συνώνυμο:
- πρωτόκολλο
3. Code of correct conduct
- "Safety protocols"
- "Academic protocol"
- synonym:
- protocol
3. Κώδικας ορθής συμπεριφοράς
- "Πρωτόκολλα ασφάλειας"
- "Ακαδημαϊκό πρωτόκολλο"
- συνώνυμο:
- πρωτόκολλο