Translation meaning & definition of the word "proto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Proto
[Πρωτο]/proʊtə/
adjective
1. Indicating the first or earliest or original
- "`proto' is a combining form in a word like `protolanguage' that refers to the hypothetical ancestor of another language or group of languages"
- synonym:
- proto(a)
1. Αναφέροντας το πρώτο ή το πρώτο ή το πρωτότυπο
- "Το πρωτότο είναι μια συνδυαστική μορφή με μια λέξη όπως το πρωτόγλωσσο που αναφέρεται στον υποθετικό πρόγονο μιας άλλης γλώσσας"
- συνώνυμο:
- πρωτοϊ(