Translation meaning & definition of the word "protestation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμαρτυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protestation
[Διαμαρτυρία]/proʊtɛsteʃən/
noun
1. A formal and solemn declaration of objection
- "They finished the game under protest to the league president"
- "The senator rose to register his protest"
- "The many protestations did not stay the execution"
- synonym:
- protest ,
- protestation
1. Επίσημη και επίσημη δήλωση αντίρρησης
- "Τελείωσαν το παιχνίδι υπό διαμαρτυρία για τον πρόεδρο του πρωταθλήματος"
- "Ο γερουσιαστής σηκώθηκε για να καταγράψει τη διαμαρτυρία του"
- "Οι πολλές διαμαρτυρίες δεν έμειναν στην εκτέλεση"
- συνώνυμο:
- διαμαρτυρία
2. A strong declaration of protest
- synonym:
- protestation
2. Ισχυρή δήλωση διαμαρτυρίας
- συνώνυμο:
- διαμαρτυρία