Translation meaning & definition of the word "protege" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτεύουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protege
[Πρωτεΐνη]/proʊtəʒe/
noun
1. A person who receives support and protection from an influential patron who furthers the protege's career
- synonym:
- protege
1. Ένα άτομο που λαμβάνει υποστήριξη και προστασία από έναν ισχυρό προστάτη που προωθεί την καριέρα του πρωτεύοντα
- συνώνυμο:
- προστατευόμενο