Translation meaning & definition of the word "protectionism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προστατευτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protectionism
[Προστατευτισμού]/prətɛkʃənɪzəm/
noun
1. The policy of imposing duties or quotas on imports in order to protect home industries from overseas competition
- synonym:
- protectionism
1. Η πολιτική επιβολής δασμών ή ποσοστώσεων στις εισαγωγές για την προστασία των οικιακών βιομηχανιών από τον υπερπόντιο ανταγωνισμό
- συνώνυμο:
- προστατευτισμός