Translation meaning & definition of the word "protecting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προστασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protecting
[Προστασία]/prətɛktɪŋ/
adjective
1. Shielding (or designed to shield) against harm or discomfort
- "The protecting blanket of snow"
- "A protecting alibi"
- synonym:
- protecting(a)
1. Θωράκιση (ορ σχεδιασμένη για να προστατεύει) από βλάβη ή δυσφορία
- "Η προστατευτική κουβέρτα του χιονιού"
- "Προστατεύοντας το άλλοθι"
- συνώνυμο:
- προστατευτικό(