Translation meaning & definition of the word "protect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προστασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Protect
[Προστατεύω]/prətɛkt/
verb
1. Shield from danger, injury, destruction, or damage
- "Weatherbeater protects your roof from the rain"
- synonym:
- protect
1. Ασπίδα από κίνδυνο, τραυματισμό, καταστροφή ή ζημιά
- "Το νερό προστατεύει τη στέγη σας από τη βροχή"
- συνώνυμο:
- προστατεύω
2. Use tariffs to favor domestic industry
- synonym:
- protect
2. Χρησιμοποιήστε τιμολόγια για να ευνοήσετε την εγχώρια βιομηχανία
- συνώνυμο:
- προστατεύω
Examples of using
You need to protect yourself.
Πρέπει να προστατεύσετε τον εαυτό σας.
We should protect the forest.
Πρέπει να προστατεύσουμε το δάσος.
I tried to protect you.
Προσπάθησα να σε προστατέψω.