Translation meaning & definition of the word "prosperity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prosperity
[Ευημερία]/prɑspɛrəti/
noun
1. An economic state of growth with rising profits and full employment
- synonym:
- prosperity
1. Μια οικονομική κατάσταση ανάπτυξης με αυξανόμενα κέρδη και πλήρη απασχόληση
- συνώνυμο:
- ευημερία
2. The condition of prospering
- Having good fortune
- synonym:
- prosperity ,
- successfulness
2. Η κατάσταση της ευημερίας
- Έχοντας καλή τύχη
- συνώνυμο:
- ευημερία ,
- επιτυχία
Examples of using
A year of snow is a year of prosperity.
Ένας χρόνος χιονιού είναι ένα έτος ευημερίας.
The prosperity of a country depends upon its citizens.
Η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται από τους πολίτες της.
The prosperity of a country depends more or less on its citizens.
Η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται λίγο πολύ από τους πολίτες της.