Translation meaning & definition of the word "prose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόοδος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prose
[Απόδειξη]/proʊz/
noun
1. Ordinary writing as distinguished from verse
- synonym:
- prose
1. Συνηθισμένη γραφή όπως διακρίνεται από το στίχο
- συνώνυμο:
- πεζογραφία
2. Matter of fact, commonplace, or dull expression
- synonym:
- prose
2. Θέμα της πραγματικότητας, κοινός τόπος, ή θαμπή έκφραση
- συνώνυμο:
- πεζογραφία
Examples of using
She only reads prose.
Διαβάζει μόνο πεζογραφία.