Translation meaning & definition of the word "propriety" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταλληλότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Propriety
[Ιδιαιτερότητα]/prəpraɪəti/
noun
1. Correct or appropriate behavior
- synonym:
- propriety ,
- properness ,
- correctitude
1. Σωστή ή κατάλληλη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- ευπρέπεια ,
- καταλληλότητα ,
- ορθότητα