Translation meaning & definition of the word "proprietor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Proprietor
[Ιδιοκτήτησ]/prəpraɪətər/
noun
1. (law) someone who owns (is legal possessor of) a business
- "He is the owner of a chain of restaurants"
- synonym:
- owner ,
- proprietor
1. (-) κάποιος που κατέχει (είναι νόμιμος κάτοχος ) μιας επιχείρησης
- "Είναι ο ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας εστιατορίων"
- συνώνυμο:
- ιδιοκτήτης ,
- ιδιοκτήτησ