Translation meaning & definition of the word "prophetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προφητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prophetic
[Προφητικόσ]/prəfɛtɪk/
adjective
1. Foretelling events as if by supernatural intervention
- "Prophetic writings"
- "Prophetic powers"
- "Words that proved prophetic"
- synonym:
- prophetic ,
- prophetical
1. Προλέγει γεγονότα σαν να προλέγεται από υπερφυσική παρέμβαση
- "Προφητικά γραπτά"
- "Προφητικές δυνάμεις"
- "Λέξεις που αποδείχθηκαν προφητικές"
- συνώνυμο:
- προφητικόσ