Translation meaning & definition of the word "propagation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προπαγάνδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Propagation
[Πολλαπλασιασμός]/prɑpəgeʃən/
noun
1. The spreading of something (a belief or practice) into new regions
- synonym:
- propagation ,
- extension
1. Η εξάπλωση κάποιας πεποίθησης ή πρακτικής ( σε νέες περιοχές
- συνώνυμο:
- διάδοση ,
- επέκταση
2. The act of producing offspring or multiplying by such production
- synonym:
- generation ,
- multiplication ,
- propagation
2. Η πράξη της παραγωγής απογόνων ή του πολλαπλασιασμού με την παραγωγή αυτή
- συνώνυμο:
- γενιά ,
- πολλαπλασιασμός ,
- διάδοση
3. The movement of a wave through a medium
- synonym:
- propagation
3. Η κίνηση ενός κύματος μέσα από ένα μέσο
- συνώνυμο:
- διάδοση
Examples of using
The most effective means for the propagation of Esperanto is the fluent and elegant use of this language.
Το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη διάδοση της Εσπεράντο είναι η άπταιστη και κομψή χρήση αυτής της γλώσσας.