Translation meaning & definition of the word "proof" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόδειξη" στην ελληνική γλώσσα
Proof
[Απόδειξη]noun
1. Any factual evidence that helps to establish the truth of something
- "If you have any proof for what you say, now is the time to produce it"
- synonym:
- proof ,
- cogent evidence
1. Οποιαδήποτε πραγματική απόδειξη που βοηθά να καθοριστεί η αλήθεια για κάτι
- "Αν έχετε κάποια απόδειξη για αυτό που λέτε, τώρα είναι η ώρα να το παράγετε"
- συνώνυμο:
- απόδειξη ,
- αυστηρά αποδεικτικά στοιχεία
2. A formal series of statements showing that if one thing is true something else necessarily follows from it
- synonym:
- proof
2. Μια επίσημη σειρά δηλώσεων που δείχνουν ότι αν ένα πράγμα είναι αληθινό κάτι άλλο προκύπτει από αυτό
- συνώνυμο:
- απόδειξη
3. A measure of alcoholic strength expressed as an integer twice the percentage of alcohol present (by volume)
- synonym:
- proof
3. Ένα μέτρο της αλκοολικής δύναμης που εκφράζεται ως ακέραιος διπλάσιο του ποσοστού αλκοόλ που παρουσιάζει (από τον όγκο )
- συνώνυμο:
- απόδειξη
4. (printing) an impression made to check for errors
- synonym:
- proof ,
- test copy ,
- trial impression
4. (εκτύπωση) μια εντύπωση που έγινε για να ελέγξει για τα σφάλματα
- συνώνυμο:
- απόδειξη ,
- δοκιμαστικό αντίγραφο ,
- δοκιμαστική εντύπωση
5. A trial photographic print from a negative
- synonym:
- proof
5. Δοκιμαστική φωτογραφική εκτύπωση από αρνητική
- συνώνυμο:
- απόδειξη
6. The act of validating
- Finding or testing the truth of something
- synonym:
- validation ,
- proof ,
- substantiation
6. Η πράξη της επικύρωσης
- Να βρει ή να δοκιμάσει την αλήθεια του κάτι
- συνώνυμο:
- επικύρωση ,
- απόδειξη ,
- τεκμηρίωση
verb
1. Make or take a proof of, such as a photographic negative, an etching, or typeset
- synonym:
- proof
1. Κάντε ή λάβετε μια απόδειξη, όπως ένα φωτογραφικό αρνητικό, μια χάραξη ή ένα στοιχείο
- συνώνυμο:
- απόδειξη
2. Knead to reach proper lightness
- "Proof dough"
- synonym:
- proof
2. Ζυμώνουμε για να φτάσουμε στην κατάλληλη ελαφρότητα
- "Αδιάβροχη ζύμη"
- συνώνυμο:
- απόδειξη
3. Read for errors
- "I should proofread my manuscripts"
- synonym:
- proofread ,
- proof
3. Διαβάστε για σφάλματα
- "Πρέπει να διαβάσω τα χειρόγραφά μου"
- συνώνυμο:
- διορθωτήσ ,
- απόδειξη
4. Activate by mixing with water and sometimes sugar or milk
- "Proof yeast"
- synonym:
- proof
4. Ενεργοποιήστε με την ανάμειξη με νερό και μερικές φορές ζάχαρη ή γάλα
- "Αδιάβροχη μαγιά"
- συνώνυμο:
- απόδειξη
5. Make resistant (to harm)
- "Proof the materials against shrinking in the dryer"
- synonym:
- proof
5. Κάντε ανθεκτικό ( ) <tag1>
- "Αποστειρώστε τα υλικά ενάντια στη συρρίκνωση στο στεγνωτήριο"
- συνώνυμο:
- απόδειξη
adjective
1. (used in combination or as a suffix) able to withstand
- "Temptation-proof"
- "Childproof locks"
- synonym:
- proof(p)
1. (χρησιμοποιείται σε συνδυασμό ή ως επίθημα) ικανό να αντέξει
- "Απόδειξη πειρασμού"
- "Αδιάβροχες κλειδαριές"
- συνώνυμο:
- ()<TAG1>