Translation meaning & definition of the word "pronoun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προνούν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pronoun
[Προνούν]/proʊnaʊn/
noun
1. A function word that is used in place of a noun or noun phrase
- synonym:
- pronoun
1. Μια λέξη συνάρτησης που χρησιμοποιείται στη θέση μιας ουσιαστικής ή ουσιαστικής φράσης
- συνώνυμο:
- αντωνυμία
Examples of using
Wouldn't it be great if a gender-neutral pronoun for "he" or "she" existed in English?
Δεν θα ήταν υπέροχο αν μια ουδέτερη αντωνυμία φύλου για "αυτός" ή "αυτή" υπήρχε στα αγγλικά?