Translation meaning & definition of the word "prompt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προώθηση" στην ελληνική γλώσσα
Prompt
[Προτροπή]noun
1. A cue given to a performer (usually the beginning of the next line to be spoken)
- "The audience could hear his prompting"
- synonym:
- prompt ,
- prompting
1. Ένα σύνθημα που δίνεται σε έναν εκτελεστή (συνήθως την αρχή της επόμενης γραμμής που θα ομιληθεί)
- "Το κοινό μπορούσε να ακούσει την προτροπή του"
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- προτρέποντασ
2. (computer science) a symbol that appears on the computer screen to indicate that the computer is ready to receive a command
- synonym:
- prompt ,
- command prompt
2. (επιστήμη υπολογιστών) ένα σύμβολο που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή για να δείξει ότι ο υπολογιστής είναι έτοιμος να λάβει
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- εντολή
verb
1. Give an incentive for action
- "This moved me to sacrifice my career"
- synonym:
- motivate ,
- actuate ,
- propel ,
- move ,
- prompt ,
- incite
1. Δώστε κίνητρο για δράση
- "Αυτό με υποκίνησε να θυσιάσω την καριέρα μου"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- ενεργώ ,
- προπέλ ,
- κινώ ,
- προειδοποιώ ,
- υποκινώ
2. Serve as the inciting cause of
- "She prompted me to call my relatives"
- synonym:
- prompt ,
- inspire ,
- instigate
2. Χρησιμεύστε ως η υποκινούμενη αιτία του
- "Με ώθησε να καλέσω τους συγγενείς μου"
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- εμπνέω ,
- υποκινώ
3. Assist (somebody acting or reciting) by suggesting the next words of something forgotten or imperfectly learned
- synonym:
- prompt ,
- remind ,
- cue
3. Βοηθήστε (κάποιος να ενεργήσει ή να απαγγείλει) προτείνοντας τα επόμενα λόγια για κάτι που ξεχάστηκε ή ατελώς έμαθε
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- υπενθυμίζω ,
- σύνθημα
adjective
1. According to schedule or without delay
- On time
- "The train is prompt"
- synonym:
- prompt
1. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ή χωρίς καθυστέρηση
- Εγκαίρως
- "Το τρένο είναι γρήγορο"
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ
2. Ready and willing or quick to act
- "She is always prompt to help her friends"
- synonym:
- prompt
2. Έτοιμη και πρόθυμη ή γρήγορη δράση
- "Είναι πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τους φίλους της"
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ
3. Performed with little or no delay
- "An immediate reply to my letter"
- "A prompt reply"
- "Was quick to respond"
- "A straightaway denial"
- synonym:
- immediate ,
- prompt ,
- quick ,
- straightaway
3. Εκτελείται με λίγη ή καθόλου καθυστέρηση
- "Μια άμεση απάντηση στην επιστολή μου"
- "Μια άμεση απάντηση"
- "Ήταν γρήγορη να απαντήσει"
- "Μια αμέσως άρνηση"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- προειδοποιώ ,
- γρήγορος ,
- αμέσως