Translation meaning & definition of the word "promiscuous" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "προμίσιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Promiscuous
[Ευχάριστοσ]/proʊmɪskwəs/
adjective
1. Not selective of a single class or person
- "Clinton was criticized for his promiscuous solicitation of campaign money"
- synonym:
- promiscuous
1. Μη επιλεκτική μιας ενιαίας τάξης ή ενός ατόμου
- "Ο κλίντον επικρίθηκε για την ασυγκράτητη πρόσκληση του χρήματος της εκστρατείας"
- συνώνυμο:
- αναπόσπαστοσ
2. Casual and unrestrained in sexual behavior
- "Her easy virtue"
- "He was told to avoid loose (or light) women"
- "Wanton behavior"
- synonym:
- easy ,
- light ,
- loose ,
- promiscuous ,
- sluttish ,
- wanton
2. Περιστασιακή και ανεξέλεγκτη σεξουαλική συμπεριφορά
- "Η εύκολη αρετή"
- "Του είπαν να αποφύγει τις χαλαρές γυναίκες του ( ή του φωτός)"
- "Συμπεριφορά του γουάντον"
- συνώνυμο:
- εύκολος ,
- φως ,
- χαλαρός ,
- αναπόσπαστοσ ,
- τσούλτο ,
- αντίπαλοσ