Translation meaning & definition of the word "prominent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιφάνεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prominent
[Προεξέχουσα]/prɑmənənt/
adjective
1. Having a quality that thrusts itself into attention
- "An outstanding fact of our time is that nations poisoned by anti semitism proved less fortunate in regard to their own freedom"
- "A new theory is the most prominent feature of the book"
- "Salient traits"
- "A spectacular rise in prices"
- "A striking thing about picadilly circus is the statue of eros in the center"
- "A striking resemblance between parent and child"
- synonym:
- outstanding ,
- prominent ,
- salient ,
- spectacular ,
- striking
1. Έχοντας μια ποιότητα που ωθεί τον εαυτό της στην προσοχή
- "Ένα εξαιρετικό γεγονός της εποχής μας είναι ότι τα έθνη που δηλητηριάστηκαν από αντισημιτισμό αποδείχθηκαν λιγότερο τυχερά"
- "Μια νέα θεωρία είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του βιβλίου"
- "Χαρακτηριστικά γνωρίσματα υψηλής αξίας"
- "Θεαματική αύξηση των τιμών"
- "Ένα εντυπωσιακό πράγμα για τον πικάντι τσίρκο είναι το άγαλμα του έρωτα στο κέντρο"
- "Μια εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ γονέα και παιδιού"
- συνώνυμο:
- εξαιρετικός ,
- εξέχων ,
- προσεκτικόσ ,
- θεαματικός ,
- εντυπωσιακός
2. Conspicuous in position or importance
- "A big figure in the movement"
- "Big man on campus"
- "He's very large in financial circles"
- "A prominent citizen"
- synonym:
- big ,
- large ,
- prominent
2. Εμφανής στη θέση ή τη σημασία
- "Μια μεγάλη φιγούρα στο κίνημα"
- "Μεγάλος άνθρωπος στην πανεπιστημιούπολη"
- "Είναι πολύ μεγάλος σε χρηματοοικονομικούς κύκλους"
- "Εξέχοντας πολίτης"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- εξέχων