Translation meaning & definition of the word "prolong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prolong
[Παρατεταμένοσ]/prəlɔŋ/
verb
1. Lengthen in time
- Cause to be or last longer
- "We prolonged our stay"
- "She extended her visit by another day"
- "The meeting was drawn out until midnight"
- synonym:
- prolong ,
- protract ,
- extend ,
- draw out
1. Επιμηκύνετε εγκαίρως
- Αιτία να είναι ή να διαρκέσει περισσότερο
- "Παρατείναμε τη διαμονή μας"
- "Επέκτεινε την επίσκεψή της κατά μια άλλη μέρα"
- "Η συνάντηση είχε τελειώσει μέχρι τα μεσάνυχτα"
- συνώνυμο:
- παρατείνω ,
- επεκτείνω ,
- παρασύρω
2. Lengthen or extend in duration or space
- "We sustained the diplomatic negotiations as long as possible"
- "Prolong the treatment of the patient"
- "Keep up the good work"
- synonym:
- prolong ,
- sustain ,
- keep up
2. Επιμηκύνετε ή επεκτείνετε σε διάρκεια ή χώρο
- "Διατηρήσαμε τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις όσο το δυνατόν περισσότερο"
- "Παρατεταμένη θεραπεία του ασθενούς"
- "Συνεχίστε την καλή δουλειά"
- συνώνυμο:
- παρατείνω ,
- συντηρώ ,
- συνεχίζω