Translation meaning & definition of the word "prolific" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πειθαρχικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prolific
[Απαγορευτικόσ]/proʊlɪfɪk/
adjective
1. Intellectually productive
- "A prolific writer"
- "A fecund imagination"
- synonym:
- fecund ,
- fertile ,
- prolific
1. Πνευματικά παραγωγικός
- "Ένας παραγωγικός συγγραφέας"
- "Μια φαντασία"
- συνώνυμο:
- φεκούντ ,
- εύφορος ,
- παραγωγικόσ
2. Bearing in abundance especially offspring
- "Flying foxes are extremely prolific"
- "A prolific pear tree"
- synonym:
- prolific ,
- fertile
2. Φέροντας σε αφθονία ειδικά απογόνους
- "Οι ιπτάμενες αλεπούδες είναι εξαιρετικά παραγωγικές"
- "Μια παραγωγική αχλαδιά"
- συνώνυμο:
- παραγωγικόσ ,
- εύφορος