Translation meaning & definition of the word "proletariat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προλεταριάτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Proletariat
[Προλεταριάτο]/proʊlətɛriət/
noun
1. A social class comprising those who do manual labor or work for wages
- "There is a shortage of skilled labor in this field"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- working class ,
- proletariat
1. Μια κοινωνική τάξη που περιλαμβάνει εκείνους που κάνουν χειρωνακτική εργασία ή εργάζονται για μισθούς
- "Υπάρχει έλλειψη ειδικευμένης εργασίας σε αυτόν τον τομέα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- εργατική τάξη ,
- προλεταριάτο