Translation meaning & definition of the word "projectile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόβλημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Projectile
[Προβολικόσ]/prəʤɛktəl/
noun
1. A weapon that is forcibly thrown or projected at a targets but is not self-propelled
- synonym:
- projectile ,
- missile
1. Ένα όπλο που ρίχνεται βίαια ή προβάλλεται σε στόχους, αλλά δεν είναι αυτοκινούμενο
- συνώνυμο:
- βλήματοσ ,
- πύραυλος
2. Any vehicle self-propelled by a rocket engine
- synonym:
- rocket ,
- projectile
2. Οποιοδήποτε όχημα αυτοκινείται από κινητήρα πυραύλων
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- βλήματοσ
adjective
1. Impelling or impelled forward
- "A projectile force"
- "A projectile missile"
- synonym:
- projectile
1. Προετοιμασία ή προωθημένη προς τα εμπρός
- "Βλήμα δύναμη"
- "Ένας βλήμα πύραυλος"
- συνώνυμο:
- βλήματοσ