Translation meaning & definition of the word "programmer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προγραμματιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Programmer
[Προγραμματιστήσ]/proʊgræmər/
noun
1. A person who designs and writes and tests computer programs
- synonym:
- programmer ,
- computer programmer ,
- coder ,
- software engineer
1. Ένα άτομο που σχεδιάζει και γράφει και δοκιμάζει προγράμματα υπολογιστών
- συνώνυμο:
- προγραμματιστήσ ,
- προγραμματιστής υπολογιστών ,
- κωδικοποιητήσ ,
- μηχανικός λογισμικού
Examples of using
I congratulate you on the day of the programmer.
Σας συγχαίρω για την ημέρα του προγραμματιστή.
I tackled making you a strong programmer, and you don't want to go to the gym?
Αντιμετώπισα το να σε κάνω δυνατό προγραμματιστή και δεν θέλεις να πας στο γυμναστήριο?
She is a computer programmer.
Είναι προγραμματιστής υπολογιστών.