Translation meaning & definition of the word "profusion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιτέχνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Profusion
[Κερδοσκοπία]/prəfjuʒən/
noun
1. The property of being extremely abundant
- "The profusion of detail"
- "The idiomatic richness of english"
- synonym:
- profusion ,
- profuseness ,
- richness ,
- cornucopia
1. Η ιδιότητα του να είσαι εξαιρετικά άφθονος
- "Η αφθονία της λεπτομέρειας"
- "Ο ιδιωματικός πλούτος των αγγλικών"
- συνώνυμο:
- βαρηκοΐα ,
- αφθονία ,
- πλούτος ,
- κορνουκοπία