Translation meaning & definition of the word "profuse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθηγητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Profuse
[Κερδοσκοπώ]/prəfjus/
adjective
1. Produced or growing in extreme abundance
- "Their riotous blooming"
- synonym:
- exuberant ,
- lush ,
- luxuriant ,
- profuse ,
- riotous
1. Παράγεται ή αναπτύσσεται σε ακραία αφθονία
- "Η ταραχώδης ανθοφορία τους"
- συνώνυμο:
- πληθωρικό ,
- πλούσιος ,
- πλούσια ,
- αφθονία ,
- ταραχώδησ