Translation meaning & definition of the word "profit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερδοσκοπικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Profit
[Κέρδος]/prɑfət/
noun
1. The excess of revenues over outlays in a given period of time (including depreciation and other non-cash expenses)
- synonym:
- net income ,
- net ,
- net profit ,
- lucre ,
- profit ,
- profits ,
- earnings
1. Η υπέρβαση των εσόδων υπερβαίνει τις δαπάνες σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (, συμπεριλαμβανομένης της απόσβεσης και άλλων δαπανών)
- συνώνυμο:
- καθαρό εισόδημα ,
- δίχτυ ,
- καθαρό κέρδος ,
- λούκερ ,
- κέρδος ,
- κέρδη
2. The advantageous quality of being beneficial
- synonym:
- profit ,
- gain
2. Η συμφέρουσα ποιότητα του να είσαι ευεργετικός
- συνώνυμο:
- κέρδος
verb
1. Derive a benefit from
- "She profited from his vast experience"
- synonym:
- profit ,
- gain ,
- benefit
1. Αποκομίζω όφελος από
- "Επωφελήθηκε από την τεράστια εμπειρία του"
- συνώνυμο:
- κέρδος ,
- ωφελώ
2. Make a profit
- Gain money or materially
- "The company has not profited from the merger"
- synonym:
- profit ,
- turn a profit
2. Βγάζω κέρδος
- Κερδίστε χρήματα ή υλικά
- "Η εταιρεία δεν έχει επωφεληθεί από τη συγχώνευση"
- συνώνυμο:
- κέρδος ,
- πετυχαίνω κέρδος
Examples of using
The records of our company show a large profit for the year.
Τα αρχεία της εταιρείας μας δείχνουν μεγάλο κέρδος για το έτος.
How to profit by this book as much as possible?
Πώς να επωφεληθείτε από αυτό το βιβλίο όσο το δυνατόν περισσότερο?
They netted a good profit.
Καταβάλλουν ένα καλό κέρδος.