Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "proficient" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθηγητής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Proficient

[Καταρτισμένοσ]
/prɑfɪʃənt/

adjective

1. Having or showing knowledge and skill and aptitude

  • "Adept in handicrafts"
  • "An adept juggler"
  • "An expert job"
  • "A good mechanic"
  • "A practiced marksman"
  • "A proficient engineer"
  • "A lesser-known but no less skillful composer"
  • "The effect was achieved by skillful retouching"
    synonym:
  • adept
  • ,
  • expert
  • ,
  • good
  • ,
  • practiced
  • ,
  • proficient
  • ,
  • skillful
  • ,
  • skilful

1. Έχοντας ή δείχνοντας γνώση και ικανότητα και ικανότητα

  • "Πρόσληψη σε χειροτεχνήματα"
  • "Ένας έμπειρος ζογκλέρ"
  • "Εξειδικευμένη εργασία"
  • "Ένας καλός μηχανικός"
  • "Ένας εξασκημένος σκοπευτής"
  • "Ένας ικανός μηχανικός"
  • "Ένας λιγότερο γνωστός αλλά όχι λιγότερο επιδέξιος συνθέτης"
  • "Το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με επιδέξια ρετουσάρισμα"
    συνώνυμο:
  • προσεκτικόσ
  • ,
  • εμπειρογνώμονας
  • ,
  • καλός
  • ,
  • ασκείται
  • ,
  • ικανός
  • ,
  • επιδέξιος
  • ,
  • επιδέξιοσ

2. Of or relating to technique or proficiency in a practical skill

  • "His technical innovation was his brushwork"
  • "The technical dazzle of her dancing"
    synonym:
  • technical
  • ,
  • proficient

2. Από ή σχετίζονται με την τεχνική ή την επάρκεια σε μια πρακτική ικανότητα

  • "Η τεχνική του καινοτομία ήταν η πινελιά του"
  • "Η τεχνική θαμπάδα του χορού της"
    συνώνυμο:
  • τεχνικός
  • ,
  • ικανός

Examples of using

Tom is proficient in French.
Ο Τομ είναι ικανός στα γαλλικά.
If he's proficient in English, I'll hire him.
Αν είναι ικανός στα αγγλικά, θα τον προσλάβω.
She is proficient in French.
Είναι επιδέξιος στα γαλλικά.