Translation meaning & definition of the word "proficiency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγγελματικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Proficiency
[Επάρκεια]/prəfɪʃənsi/
noun
1. The quality of having great facility and competence
- synonym:
- proficiency
1. Η ποιότητα της ύπαρξης μεγάλης εγκατάστασης και ικανότητας
- συνώνυμο:
- ικανότητα
2. Skillfulness in the command of fundamentals deriving from practice and familiarity
- "Practice greatly improves proficiency"
- synonym:
- proficiency ,
- technique
2. Επιδεξιότητα στην εντολή των βασικών αρχών που απορρέουν από την πρακτική και την εξοικείωση
- "Η πρακτική βελτιώνει σημαντικά την επάρκεια"
- συνώνυμο:
- ικανότητα ,
- τεχνική
Examples of using
Her proficiency in English rapidly improved.
Η επάρκειά της στα αγγλικά βελτιώθηκε γρήγορα.