Translation meaning & definition of the word "profane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προφίλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Profane
[Βερβεν]/proʊfen/
verb
1. Corrupt morally or by intemperance or sensuality
- "Debauch the young people with wine and women"
- "Socrates was accused of corrupting young men"
- "Do school counselors subvert young children?"
- "Corrupt the morals"
- synonym:
- corrupt ,
- pervert ,
- subvert ,
- demoralize ,
- demoralise ,
- debauch ,
- debase ,
- profane ,
- vitiate ,
- deprave ,
- misdirect
1. Διαφθορά ηθικά ή από ασυνείδητο ή αισθησιασμό
- "Ντεμπάουτσε οι νέοι με κρασί και γυναίκες"
- "Ο σωκράτης κατηγορήθηκε για διαφθορά των νέων"
- "Οι σχολικοί σύμβουλοι ανατρέπουν τα μικρά παιδιά?"
- "Διαφθείρει τα ήθη"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- διεστραμμένοσ ,
- υποτάσσω ,
- αποθαρρύνω ,
- ντεμπούτσα ,
- απομυθοποίηση ,
- βέβηλοσ ,
- βιτρώ ,
- αποδοκιμάζω ,
- ανακατεύθυνση
2. Violate the sacred character of a place or language
- "Desecrate a cemetery"
- "Violate the sanctity of the church"
- "Profane the name of god"
- synonym:
- desecrate ,
- profane ,
- outrage ,
- violate
2. Παραβιάζει τον ιερό χαρακτήρα ενός τόπου ή μιας γλώσσας
- "Αποστρατεύστε ένα νεκροταφείο"
- "Παραβιάζουν την ιερότητα της εκκλησίας"
- "Προφίλ το όνομα του θεού"
- συνώνυμο:
- βεβηλώνω ,
- βέβηλοσ ,
- οργή ,
- παραβιάζω
adjective
1. Characterized by profanity or cursing
- "Foul-mouthed and blasphemous"
- "Blue language"
- "Profane words"
- synonym:
- blasphemous ,
- blue ,
- profane
1. Χαρακτηρίζεται από βέβηλο ή κατάρα
- "Βλάσφημος και βλάσφημος"
- "Μπλε γλώσσα"
- "Προφορικές λέξεις"
- συνώνυμο:
- βλάσφημος ,
- μπλε ,
- βέβηλοσ
2. Not concerned with or devoted to religion
- "Sacred and profane music"
- "Secular drama"
- "Secular architecture", "children being brought up in an entirely profane environment"
- synonym:
- profane ,
- secular
2. Δεν ασχολείται ή δεν αφιερώνεται στη θρησκεία
- "Ιερή και βέβηλη μουσική"
- "Κοσμικό δράμα"
- "Κοσμική αρχιτεκτονική", "παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα εντελώς βέβηλο περιβάλλον"
- συνώνυμο:
- βέβηλοσ ,
- κοσμικόΣ
3. Not holy because unconsecrated or impure or defiled
- synonym:
- profane ,
- unconsecrated ,
- unsanctified
3. Δεν είναι ιερό επειδή δεν είναι αφιερωμένο ή ακάθαρτο ή μολυσμένο
- συνώνυμο:
- βέβηλοσ ,
- αφιερωμένο ,
- ανυπόστατοσ
4. Grossly irreverent toward what is held to be sacred
- "Blasphemous rites of a witches' sabbath"
- "Profane utterances against the church"
- "It is sacrilegious to enter with shoes on"
- synonym:
- blasphemous ,
- profane ,
- sacrilegious
4. Κατάφωρα αδιάφορο προς αυτό που θεωρείται ιερό
- "Βλάσφημες τελετές του σαββάτου των μαγισσών"
- "Προφορικές ομιλίες εναντίον της εκκλησίας"
- "Είναι ιερόσυλο να μπαίνεις με παπούτσια"
- συνώνυμο:
- βλάσφημος ,
- βέβηλοσ ,
- ιερόσυλοσ