Translation meaning & definition of the word "productivity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Productivity
[Παραγωγικότητα]/proʊdəktɪvəti/
noun
1. The quality of being productive or having the power to produce
- synonym:
- productiveness ,
- productivity
1. Η ποιότητα του να είσαι παραγωγικός ή να έχεις τη δύναμη να παράγεις
- συνώνυμο:
- παραγωγικότητα
2. (economics) the ratio of the quantity and quality of units produced to the labor per unit of time
- synonym:
- productivity
2. (-οικονομικά ) η αναλογία της ποσότητας και της ποιότητας των μονάδων που παράγονται στην εργασία ανά μονάδα χρόνου
- συνώνυμο:
- παραγωγικότητα
Examples of using
The secret to productivity in so many fields -- and in origami -- is letting dead people do your work for you.
Το μυστικό της παραγωγικότητας σε τόσους πολλούς τομείς - και στο οριγκάμι - είναι να αφήνεις τους νεκρούς να κάνουν τη δουλειά σου.
Charles Moore created Forth in an attempt to increase programmer productivity without sacrificing machine efficiency.
Ο Τσαρλς Μουρ δημιούργησε το Φορθ σε μια προσπάθεια να αυξήσει την παραγωγικότητα του προγραμματιστή χωρίς να θυσιάσει την αποδοτικότητα.