Translation meaning & definition of the word "productive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Productive
[Παραγωγικός]/prədəktɪv/
adjective
1. Producing or capable of producing (especially abundantly)
- "Productive farmland"
- "His productive years"
- "A productive collaboration"
- synonym:
- productive
1. Παραγωγή ή ικανή να παράγει (ειδικά άφθονα)
- "Παραγωγική γεωργική γη"
- "Τα παραγωγικά χρόνια"
- "Μια παραγωγική συνεργασία"
- συνώνυμο:
- παραγωγικός
2. Having the ability to produce or originate
- "Generative power"
- "Generative forces"
- synonym:
- generative ,
- productive
2. Την ικανότητα παραγωγής ή προέλευσης
- "Γενεακή δύναμη"
- "Γενεακές δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- γενετική ,
- παραγωγικός
3. Yielding positive results
- synonym:
- productive
3. Παρέχοντας θετικά αποτελέσματα
- συνώνυμο:
- παραγωγικός
4. Marked by great fruitfulness
- "Fertile farmland"
- "A fat land"
- "A productive vineyard"
- "Rich soil"
- synonym:
- fat ,
- fertile ,
- productive ,
- rich
4. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη καρποφορία
- "Γονιμοποιημένη γεωργική γη"
- "Μια χοντρή γη"
- "Ένας παραγωγικός αμπελώνας"
- "Πλούσιο χώμα"
- συνώνυμο:
- λίπος ,
- εύφορος ,
- παραγωγικός ,
- πλούσιος
Examples of using
This factory's productive capacity is 100 cars a week.
Η παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου είναι 100 αυτοκίνητα την εβδομάδα.
This factory's productive capacity is 250 cars a week.
Η παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου είναι 250 αυτοκίνητα την εβδομάδα.