Translation meaning & definition of the word "production" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
Production
[Παραγωγή]noun
1. The act or process of producing something
- "Shakespeare's production of poetry was enormous"
- "The production of white blood cells"
- synonym:
- production
1. Η πράξη ή η διαδικασία παραγωγής κάτι
- "Η ποίηση του σαίξπηρ ήταν τεράστια"
- "Η παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων"
- συνώνυμο:
- παραγωγή
2. A presentation for the stage or screen or radio or television
- "Have you seen the new production of hamlet?"
- synonym:
- production
2. Μια παρουσίαση για τη σκηνή ή την οθόνη ή το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
- "Είδατε τη νέα παραγωγή του άμλετ?"
- συνώνυμο:
- παραγωγή
3. An artifact that has been created by someone or some process
- "They improve their product every year"
- "They export most of their agricultural production"
- synonym:
- product ,
- production
3. Ένα τεχνούργημα που έχει δημιουργηθεί από κάποιον ή κάποια διαδικασία
- "Βελτιώνουν το προϊόν τους κάθε χρόνο"
- "Εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής"
- συνώνυμο:
- προϊόν ,
- παραγωγή
4. (law) the act of exhibiting in a court of law
- "The appellate court demanded the production of all documents"
- synonym:
- production
4. (νυ) η πράξη της έκθεσης σε δικαστήριο
- "Το εφετείο ζήτησε την παραγωγή όλων των εγγράφων"
- συνώνυμο:
- παραγωγή
5. The quantity of something (as a commodity) that is created (usually within a given period of time)
- "Production was up in the second quarter"
- synonym:
- output ,
- yield ,
- production
5. Η ποσότητα του κάτι (ας ένα εμπόρευμα) που δημιουργείται (συνήθως μέσα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο )
- "Η παραγωγή αυξήθηκε στο δεύτερο τρίμηνο"
- συνώνυμο:
- παραγωγή ,
- απόδοση
6. A display that is exaggerated or unduly complicated
- "She tends to make a big production out of nothing"
- synonym:
- production
6. Μια οθόνη που είναι υπερβολική ή αδικαιολόγητα περίπλοκη
- "Τείνει να κάνει μια μεγάλη παραγωγή από το τίποτα"
- συνώνυμο:
- παραγωγή
7. (economics) manufacturing or mining or growing something (usually in large quantities) for sale
- "He introduced more efficient methods of production"
- synonym:
- production
7. (οικονομικά) κατασκευή ή εξόρυξη ή καλλιέργεια κάτι (συνήθως σε μεγάλες ποσότητες) προς πώληση
- "Εισήγαγε πιο αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής"
- συνώνυμο:
- παραγωγή
8. The creation of value or wealth by producing goods and services
- synonym:
- production
8. Η δημιουργία αξίας ή πλούτου με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών
- συνώνυμο:
- παραγωγή