Translation meaning & definition of the word "prodigy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψήφιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prodigy
[Θαύμα]/prɑdəʤi/
noun
1. An unusually gifted or intelligent (young) person
- Someone whose talents excite wonder and admiration
- "She is a chess prodigy"
- synonym:
- prodigy
1. Ένα ασυνήθιστα ταλαντούχο ή ευφυές (-) άτομο
- Κάποιος του οποίου τα ταλέντα ενθουσιάζουν το θαύμα και το θαυμασμό
- "Είναι θαύμα σκάκι"
- συνώνυμο:
- θαύμα
2. A sign of something about to happen
- "He looked for an omen before going into battle"
- synonym:
- omen ,
- portent ,
- presage ,
- prognostic ,
- prognostication ,
- prodigy
2. Ένα σημάδι από κάτι που πρόκειται να συμβεί
- "Αναζήτησε έναν οιωνό πριν πάει στη μάχη"
- συνώνυμο:
- οιωνοί ,
- προμήνυμα ,
- προαγωγή ,
- προγνωστικόσ ,
- πρόγνωση ,
- θαύμα
3. An impressive or wonderful example of a particular quality
- "The marines are expected to perform prodigies of valor"
- synonym:
- prodigy
3. Ένα εντυπωσιακό ή υπέροχο παράδειγμα μιας συγκεκριμένης ποιότητας
- "Οι πεζοναύτες αναμένεται να εκτελέσουν θαύματα ανδρείας"
- συνώνυμο:
- θαύμα